Νεπαλέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Νεπαλέζος αρσενικό (θηλυκό Νεπαλέζα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Νεπάλ ή έχει νεπαλέζικη υπηκοότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Νεπαλέζος
|