Νορβηγίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: νορβηγίδα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Νορβηγίδα οι Νορβηγίδες
      γενική της Νορβηγίδας των Νορβηγίδων
    αιτιατική τη Νορβηγίδα τις Νορβηγίδες
     κλητική Νορβηγίδα Νορβηγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Νορβηγίδα < Νορβηγ(ός) + -ίδα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Νορβηγίδα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Νορβηγός