Ντάρμστατ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ντάρμστατ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Darmstadt
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Ντάρμστατ ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ντάρμστατ στη Βικιπαίδεια