Ξαβεριώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ξαβεριώτισσα < Ξαβεριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ξαβεριώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ξαβεριώτης
- ※ Μαραίνεται η καρδούλα μου / από πικρό μαράζι / για κάποια Ξαβεριώτισσα / που όλο καημούς μού βάζει. (Από το ομώνυμο τραγούδι του Δημήτρη Γκόγκου (γνωστός ως «Μπαγιαντέρας»))
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ξαβεριώτης
Ξαβεριώτισσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισσα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)