ΟΕ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. ΟΕ <  : Ομόρρυθμη Εταιρεία
  2. ΟΕ <  : Ομάδα Εργασίας

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Ο.Ε. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oˈe/