ΟΕΕ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΟΕΕ < Οργανισμός Εργατικής Εστίας
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Ο.Ε.Ε. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
Ο.Ε.Ε. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο