Οβραίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ὀβραῖος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Οβραίός οι Οβραίοί
      γενική του Οβραίού των Οβραίών
    αιτιατική τον Οβραίό τους Οβραίούς
     κλητική Οβραίέ Οβραίοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Οβραίος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ὀβραῖος < ελληνιστική κοινή Ἑβραῖος[1] Συγκρίνετε με το Οβριός, Εβραίος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oˈvɾe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ο‐βραί‐ος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Οβραίος αρσενικό (θηλυκό Οβραία)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]