Οδησσός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Οδησσός | ||
γενική | της | Οδησσού | ||
αιτιατική | την | Οδησσό | ||
κλητική | Οδησσέ | |||
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Οδησσός < αρχαία ελληνική Ὀδησσός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wed- (νερό)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Οδησσός θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Οδησσός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'οδός' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Ουκρανίας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ουκρανίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λιμάνια της Ουκρανίας (νέα ελληνικά)
- Λιμάνια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)