Οικονόμου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οικονόμου

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Οικονόμου οι Οικονόμηδες
Οικονομαίοι
οι Οικονόμου
      γενική του/της Οικονόμου των Οικονόμηδων
Οικονομαίων
των Οικονόμου
    αιτιατική τον/την Οικονόμου τους Οικονόμηδες
Οικονομαίους
τους/τις Οικονόμου
     κλητική Οικονόμου Οικονόμηδες
Οικονομαίοι
Οικονόμου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Οικονόμου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Οικονόμου (πατρωνυμικό) < γενική ενικού του Οικονόμος < οικονόμος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.koˈno.mu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Οι‐κο‐νό‐μου

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Οικονόμου αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Οικονόμου αρσενικό