Οτρύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Οτρύνη | ||
γενική | της | Οτρύνης | ||
αιτιατική | την | Οτρύνη | ||
κλητική | Οτρύνη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Οτρύνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ὀτρύνη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈtɾi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ο‐τρύ‐νη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Οτρύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Οτρύνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Δήμοι της αρχαίας Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Δήμοι (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της αρχαίας Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)