Ουζμπέκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ουζμπέκος < Ουζμπεκιστάν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ουζμπέκος αρσενικό (θηλυκό Ουζμπέκα)
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από το Ουζμπεκιστάν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουζμπέκος
|