Ουρβανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ουρβανός < (ελληνιστική κοινή) οὐρβανός (στρατηγός) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ουρβανός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουρβανός
|