Οψίκιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Οψίκιο < ὀψίκιον μονάδα που συνόδευε τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου αλλά και γενικά τιμητική συνοδεία < λατινικό obsequium (τιμητική ακολουθία, συνοδεία)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Οψίκιο

  • θέμα της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας με κυριώτερη πόλη τη Νίκαια (ονομάστηκε έτσι επειδή εκεί έδρευε το πιο σημαντικό κομμάτι του βυζαντινού στρατού, εκείνο που είχε στην ευθύνη του την άμυνα της πρωτεύουσας και που αποκαλείτο οψίκιο από την ονομασία της αυτοκρατορικής φρουράς)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]