Οὐλερῖχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Οὐλερῖχος αρσενικό
- (καθαρεύουσα), παρωχημένο ανδρικό επώνυμο, ελληνοποιημένη μορφή του Ούλριχς, ως επωνύμου του Γερμανού κλασικού φιλολόγου Heinrich Nicolaus Ulrichs (Βρέμη 1807 - Αθήνα 1843)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια - επώνυμα από τα γερμανικά (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων - επώνυμα από τα γερμανικά (καθαρεύουσα)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά
- Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά χωρίς κατηγορία
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)