ΠΟΣ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Π.Ο.Σ. θηλυκό ακρωνύμιο
- ονομασία συνδικαλιστικών οργανώσεων
Δείτε επίσης : πός |
Π.Ο.Σ. θηλυκό ακρωνύμιο