Πάνορμος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | Πάνορμος | οι | Πάνορμοι |
| γενική | του/της | Πανόρμου | των | Πανόρμων |
| αιτιατική | τον/την | Πάνορμο | τους/τις | Πανόρμους |
| κλητική | Πάνορμε | Πάνορμοι | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «κάτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πάνορμος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου πάνορμος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpa.noɾ.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πά‐νορ‐μος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πάνορμος αρσενικό, ή θηλυκό
- (ιστορία) αρχαία ελληνική ονομασία του Παλέρμο → δείτε τη λέξη Πάνορμος (αρσενικό)
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Πάνορμος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Πάνορμος | οἱ | Πάνορμοι |
| γενική | τοῦ | Πανόρμου | τῶν | Πανόρμων |
| δοτική | τῷ | Πανόρμῳ | τοῖς | Πανόρμοις |
| αιτιατική | τὸν | Πάνορμον | τοὺς | Πανόρμους |
| κλητική ὦ! | Πάνορμε | Πάνορμοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πανόρμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Πανόρμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πάνορμος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου πάνορμος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πάνορμος αρσενικό (σπανιότερα και θηλυκό)
- πόλη της Σικελίας, το σημερινό Παλέρμο της Ιταλίας
- πόλη της Ελλάδας στις ανατολικές ακτές της Αττικής
- πόλη της Ιωνίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- πάνορμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Πάνορμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοχος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Πόλεις της Σικελίας (αρχαία ελληνικά)
- Πόλεις (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Σικελίας (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια (αρχαία ελληνικά)
- Πόλεις της Ελλάδας (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (αρχαία ελληνικά)
- Πόλεις της Ασίας (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ασίας (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)