Πάτρων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πάτρων, Πατρών, Πατρῶν

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πάτρων οἱ Πάτρωνες
      γενική τοῦ Πάτρωνος τῶν Πατρώνων
      δοτική τῷ Πάτρων τοῖς Πάτρωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Πάτρων τοὺς Πάτρωνᾰς
     κλητική ! Πάτρων Πάτρωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πάτρωνε
γεν-δοτ τοῖν  Πατρώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πάτρων < (άμεσο δάνειο) λατινική Patron → δείτε τη λέξη πάτρων

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πάτρων, -ωνος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]