Πίνδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Πίνδος
      γενική της Πίνδου
    αιτιατική την Πίνδο
     κλητική Πίνδε
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πίνδος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Πίνδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱʷi-n-d-os[1] < *ḱʷei- (λαμπερός, λευκός)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πίνδος θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
αρσενικό ή θηλυκό
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική
Πίνδος
      γενική τοῦ
τῆς
Πίνδου
      δοτική τῷ
τῇ
Πίνδ
    αιτιατική τὸν
τὴν
Πίνδον
     κλητική ! Πίνδε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «ἵππος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πίνδος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Πίνδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱʷi-n-d-os[1] < *ḱʷei- (λαμπερός, λευκός)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πίνδος αρσενικόθηλυκό)

  • οροσειρά της Ελλάδας ανάμεσα σε Ήπειρο και Θεσσαλία
    ※  Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 2, 450, 17–21
    Καὶ ἑάλωσαν ἄν, εἰ μὴ τοῖς νεκροῖς συμμίξαντες ἑαυτοὺς ἔκειντο ὡς τεθνεῶτες, καὶ νυκτὸς ἐπιγενομένης ἔλαθον διαδράντες εἰς τὰ ὄρη τῶν Αἰτωλῶν, κἀκεῖθεν διὰ τῶν κορυφῶν τῶν τοιούτων ὀρέων διελθόντες τὸν Πίνδον διεσώθησαν ἐν Βουλγαρίᾳ.

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

αρσενικό ή θηλυκό
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική
Πίνδος
      γενική τοῦ
τῆς
Πίνδου, δωρικός Πίνδω
      δοτική τῷ
τῇ
Πίνδ
    αιτιατική τὸν
τὴν
Πίνδον
     κλητική ! Πίνδε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «ἵππος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πίνδος < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱʷi-n-d-os[1] < *ḱʷei- (λαμπερός, λευκός)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πίνδος αρσενικόθηλυκό)

  1. οροσειρά της Ελλάδας ανάμεσα σε Ήπειρο και Θεσσαλία
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 102
    Ὁ γὰρ Ἀχελῷος ποταμὸς ῥέων ἐκ Πίνδου ὄρους διὰ Δολοπίας καὶ Ἀγραίων καὶ Ἀμφιλόχων καὶ διὰ τοῦ Ἀκαρνανικοῦ πεδίου, ἄνωθεν μὲν παρὰ Στράτον πόλιν, ἐς θάλασσαν δ' ἐξιεὶς παρ' Οἰνιάδας καὶ τὴν πόλιν αὐτοῖς περιλιμνάζων, ἄπορον ποιεῖ ὑπὸ τοῦ ὕδατος ἐν χειμῶνι στρατεύειν.
    Και ο ποταμός Αχελώος (πηγάζει από την Πίνδο και περνάει από την Δολοπία, τους Αγραίους, τους Αμφιλοχείς και την πεδιάδα της Ακαρνανίας, κοντά στην Στράτο και χύνεται στην θάλασσα, κοντά στους Οινιάδες) σχηματίζει, γύρω από την πόλη τους, βάλτους που εμποδίζουν κάθε στρατιωτική επιχείρηση όσο είναι χειμώνας.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  Περίπλους του Ψευδοσκύλακα, 26, 8–9
    Καὶ ὁ Αἴας ποταμὸς ἀπὸ τοῦ Πίνδου ὄρους παρὰ τὴν Ἀπολλωνίαν παραρρεῖ.
    ※  1ος↑↓ αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 9.5, 12 @perseus.tufts.edu
    δὲ Πίνδος ὄρος ἐστὶ μέγα, πρὸς ἄρκτον μὲν τὴν Μακεδόνων, πρὸς ἑσπέραν δὲ Περραιβοὺς μετανάστας ἀνθρώπους [ἔχον], πρὸς δὲ μεσημβρίαν Δόλοπας, [πρὸς ἕω δὲ … αὕτη δ' ἐστὶ τῆς Θετταλίας· ἐπ' αὐτῇ δὲ τῇ Πίνδῳ ᾤκουν Τάλαρες Μολοττικὸν φῦλον, τῶν περὶ τὸν Τόμαρον ἀπόσπασμα, καὶ Αἴθικες, [εἰς] οὓς ἐξελαθῆναί φησιν ὑπὸ Πειρίθου τοὺς Κενταύρους ὁ ποιητής· ἐκλελοιπέναι δὲ νῦν ἱστοροῦνται.
  2. (μόνο αρσενικό)
    1. ανδρικό όνομα, όπως του γιου του Λυκάονος
    2. τοπωνύμιο

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]