Παγκαλιάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παγκαλιάδα < επώνυμο Πάγκαλος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Παγκαλιάδα θηλυκό
- (πολιτική, μειωτικό) δημώδης - δημοσιογραφικός χαρακτηρισμός με σκωπτική επική προέκταση (κατά την Αινειάδα, Ιλιάδα κ.λπ) του συνόλου των διαφόρων δημοσίων δηλώσεων του πρώην πολιτικού Θεόδωρου Πάγκαλου που έχει προκαλέσει κατά καιρούς το κοινό αίσθημα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Παγκαλιάδα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)