Παγώντας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Παγώντας | οι | Παγώντες |
γενική | του | Παγώντα | των | Παγώντων |
αιτιατική | τον | Παγώντα | τους | Παγώντες |
κλητική | Παγώντα | Παγώντες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παγώντας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈɣon.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐γώ‐ντας
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Παγώντας αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)