Παιονίδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Παιονίδες | ||
γενική | των | Παιονιδών | ||
αιτιατική | τους | Παιονίδες | ||
κλητική | Παιονίδες | |||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Παιονίδες < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Παιονίδαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.oˈni.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Παι‐ο‐νί‐δες
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Παιονίδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (ιστορία, εθνωνύμιο) ο λαός των Παιονιδών της αρχαίας Παιονίας στη Μακεδονία
- δήμος της αρχαίας Αθήνας
- ※ σε σχέση με τους Παιονίδες, που ήταν δήμος κοντά στις Αχαρνές, αναφέρεται ότι οι κοινωνοί του οχετού χρειάστηκαν τις υπηρεσίες του διάσημου ρήτορα Δεινάρχου σε δικαστικό αγώνα κατά του ιδιώτη Στεφάνου "περὶ τοῦ ὁχετοῦ". (Μαρία Πλάτωνος-Γιώτα, Αχαρναί: ιστορική και τοπογραφική επισκόπηση των αρχαίων Αχαρνών, των γειτονικών δήμων και των οχυρώσεων της Πάρνηθας, (Αχαρναί: Δήμος Αχαρνών, 2004), σελ. 95)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Παιονίδες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Εθνωνύμια (νέα ελληνικά)
- Δήμοι της αρχαίας Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Δήμοι (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της αρχαίας Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)