Παλαιά Διαθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Παλαιά Διαθήκη | ||
γενική | της | Παλαιάς Διαθήκης | ||
αιτιατική | την | Παλαιά Διαθήκη | ||
κλητική | Παλαιά Διαθήκη | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Παλαιά Διαθήκη: → δείτε τις λέξεις παλαιός και διαθήκη → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Παλαιά Διαθήκη θηλυκό
- (χριστιανισμός) η αρχαιότερη από τις δύο συλλογές βιβλίων που αποτελούν την χριστιανική Αγία Γραφή. Τα κείμενά της, μεταφρασμένα από τα εβραϊκά (από τη μετάφραση των εβδομήκοντα), είναι ιερά βιβλία της εβραϊκής θρησκείας. Ο κανόνας των κειμένων διαφέρει στα διάφορα χριστιανικά δόγματα.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Old Testament στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)