Παλαιολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παλαιολόγος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Παλαιολόγος. Μορφολογικά αναλύεται σε παλαιο- + -λόγος.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.le.oˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λαι‐ο‐λό‐γος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Παλαιολόγος αρσενικό (θηλυκό Παλαιολόγου)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]→ και δείτε μεταγραφές του μεσαιωνικού επωνύμου
Αναφορές
[επεξεργασία]
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παλαιολόγος < → λείπει η ετυμολογία
- Μορφολογικά αναλύεται σε παλαιο- + λόγος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Παλαιολόγος αρσενικό (θηλυκό Παλαιολογίνα)
- ανδρικό επώνυμο
- ※ 11ος αιώνας ⌘ Ιωάννης Σκυλίτζης, Continuatio Scylitzae, 141 (γλώσσα: (λόγια μεσαιωνική)) @catholiclibrary.org
- Ἦσαν δὲ ὅ τε Παλαιολόγος Νικηφόρος, ὁ ὑπέρτιμος καὶ τῶν φιλοσόφων ὕπατος Κωνσταντῖνος ὁ Ψελλὸς καὶ ἐπὶ πᾶσιν ὁ καῖσαρ, ὁ τοῦ προβεβασιλευκότος σύναιμος, οἳ τὸ ὅσον μὲν ἐπ' αὐτοῖς οὐδὲ ζῆν ᾑροῦντο αὐτόν·
- ※ 11ος αιώνας ⌘ Ιωάννης Σκυλίτζης, Continuatio Scylitzae, 141 (γλώσσα: (λόγια μεσαιωνική)) @catholiclibrary.org
Κλιτικοί τύποι
[επεξεργασία]- Παλαιολόγου (γενική ενικού)
- Παλαιολόγον (αιτιατική ενικού)
- Παλαιολόγε (κλητική)
- Παλαιολόγων (γενική πληθυντικού)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Palaiologos στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Παλαιολόγος, Παλαιολογίνα - ⌘PLP - Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [Προσωπογραφικό λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων] (1261-1453) στα γερμανικά. Επιμ. ⌘ Trapp, Erich, Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW, Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), τόμοι 15, 1976‑1995 (συντομογραφίες)
- παλαιολόγος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Κατηγορίες:
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Παλαιολόγος' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - επώνυμα από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - επώνυμα από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με πρόθημα Παλαιο- (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες - επώνυμα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με πρόθημα Παλαιο- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -λόγος (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λόγια μεσαιωνική (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)