Παλιοκαμάριζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Παλιοκαμάριζα | οι | Παλιοκαμάριζες |
γενική | της | Παλιοκαμάριζας | των | Παλιοκαμάριζων |
αιτιατική | την | Παλιοκαμάριζα | τις | Παλιοκαμάριζες |
κλητική | Παλιοκαμάριζα | Παλιοκαμάριζες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ʎo.kaˈma.ɾi.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λιο‐κα‐μά‐ρι‐ζα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Παλιοκαμάριζα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Παλιοκαμάριζα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παλιο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)