Μετάβαση στο περιεχόμενο

Παναγιότης

Από Βικιλεξικό
λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Παναγιότης αἱ Παναγιότητες
      γενική τῆς Παναγιότητος τῶν Παναγιοτήτων
      δοτική τῇ Παναγιότητι ταῖς Παναγιότησι(ν)
    αιτιατική τὴν Παναγιότητα τὰς Παναγιότητας
     κλητική ! Παναγιότης Παναγιότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Παναγιότης < πανάγι(ος) + -ότης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Παναγιότης / παναγιότης θηλυκό