Παναγιότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παναγιότης < πανάγι(ος) + -ότης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Παναγιότης / παναγιότης θηλυκό
- (τιμητικός τίτλος, εκκλησιαστικός όρος) κυριολεκτικά: πάρα πολύ άγιος· τιμητικός τίτλος για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
- ⮡ της αυτού παναγιότητος → χρειάζεται παράθεμα
- άλλες μορφές: παναγιότητα
- αντίστοιχο για τα νεότερα χρόνια: Παναγιότης (καθαρεύουσα) και Παναγιότητα
Πηγές
[επεξεργασία]- παναγιότης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].