Πανόραμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Πανόραμα | τα | Πανοράματα |
| γενική | του | Πανοράματος | των | Πανοραμάτων |
| αιτιατική | το | Πανόραμα | τα | Πανοράματα |
| κλητική | Πανόραμα | Πανοράματα | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πανόραμα < πανόραμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈno.ɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐νό‐ρα‐μα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πανόραμα ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Πανόραμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)