Παράρτημα:Γραμματική (αρχαία ελληνικά)

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » Γραμματική » Παράρτημα:Γραμματική ««« « Παραρτήματα γραμματικής
Αυτή η σελίδα είναι ακόμη υπό κατασκευή    


Εισαγωγή

[επεξεργασία]

Στη Βικιπαίδεια:

Φθογγολογικό

[επεξεργασία]

Φθόγγοι και γράμματα

[επεξεργασία]

Φωνήεντα

[επεξεργασία]

Στα αρχαία ελληνικά... ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ

Σύμφωνα

[επεξεργασία]

Δίφθογγοι

[επεξεργασία]
  • Οι δίφθογγοι της αρχαίας ελληνικής είναι 11: 8 κύριες (αι, ει, οι, υι, αυ, ευ, ηυ, ου) και 3 καταχρηστικές (ᾳ, ῃ, ῳ).
  • Οι παραπάνω συνδυασμοί φωνηέντων προφέρονταν απ' τους αρχαίους πραγματικά σαν δίφθογγοι, δηλαδή το αι σαν αϊ...
  • Το πρώτο φωνήεν της διφθόγγου λέγεται προτακτικό και το ακόλουθο ι ή υ λέγεται υποτακτικό. Το υποτακτικό ι των καταχρηστικών διφθόγγων γράφεται κάτω από τα προτακτικά α, η, ω και λέγεται υπογεγραμμένο γιώτα ή υπογεγραμμένη. Όταν όμως οι καταχρηστικές δίφθογγοι γράφονται με κεφαλαία γράμματα, το ι κανονικά γράφεται προς τα δεξιά των προτακτικών και λέγεται προσγεγραμμένο γιώτα: ΤΗι ΗΜΕΡΑι ή ΤΗΙ ΗΜΕΡΑΙ.
  • Οι δίφθογγοι γενικά είναι μακρόχρονες. Μόνο οι δίφθογγοι αι και οι λογαριάζονται για βραχύχρονες, όταν βρίσκονται εντελώς στο τέλος ασυναίρετης κλιτής λέξης: οἱ ναῦται, οἱ κῆποι· αλλά τοῖς ναύταις, τοῖς κήποις.
  • !! Είναι όμως το αι και το οι μακρόχρονα στην κατάληξη της ευκτικής και στο τέλος των επιρρημάτων και επιφωνημάτων: παιδεύοι, παιδεύσοι, παιδεύσαι (ευκτική) - οἴκοι, Ἰσθμοῖ, εὐοῖ, παπαῖ (επιρρήματα) - οἷ (προσωπική αντωνυμία)

Λέξεις και συλλαβές

[επεξεργασία]
  • Συλλαβή] λέγεται το τμήμα της λέξης που απαρτίζεται από ένα ή περισσότερα σύμφωνα μαζί μ' ένα φωνήεν ή δίφθογγο: φῶ-τα, φῶς, ναῦ-ται, Ἕλ-λη-νες, ἄν-θρω-πος, στρά-τευ-μα, σάλ-πιγξ, στρό-φιγξ.
  • Η συλλαβή μπορεί να αποτελείται κι από ένα μόνο φωνήεν ή μία δίφθογγο: ἴ-α, ἀ-εί, υἱ-οί, οὐ, εἰ
  • Ένα ή περισσότερα σύμφωνα μόνα, χωρίς να συνοδεύονται από φωνήεν ή δίφθογγο, δεν μπορούν να αποτελούν συλλαβή.
  • Η συλλαβή, από τοω χρόνο του φωνήεντος που έχει, λέγεται: φύσει μακρόχρονη ή απλώς μακρόχρονη, αν έχει μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο: θή-κη, τρώ-γω, χαί-ρω, κοί-τη, ὥ-ρᾱ, εὐ-θυ-μῶ. Θέσει μακρόχρονη, αν έχει βραχύ φωνήεν, αλλά ύστερα από αυτό ακολουθούν στην ίδια λέξη δύο ή περισσότερα σύμφωνα ή ένα διπλό (ζ, ξ, ψ): ἄλ-λος, θερ-μός, ἐ-χρθός, ὄ-ζω, τό-ξον. Βραχύχρονη, αν έχει βραχύχρονο φωνήεν και ακολουθεί άλλο φωνήεν ή απλό σύμφωνο ή τίποτα: νέ-ος, φέ-ρο-μεν, λό-γος, ἔ-χε.
  • Βραχύχρονη είναι και η λήγουσα που έχει εντελώς στο τέλος βραχύχρονη δίφθογγο αι ή οι: ναῦ-ται, κῆ-ποι.
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ της ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΤΥΠΟΛΟΓΙΚΟ

Κανόνες τονισμού

[επεξεργασία]
  1. Καμιά λέξη δεν τονίζεται πιο πάνω απ’ την προπαραλήγουσα. π.χ. ἐπικίνδυνος («αρχή της τρισυλλαβίας»)
  2. Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται. π.χ. ἄνθρωπος) τοῦ ἀνθρώπου
  3. Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία. π.χ. παρήγορος.
  4. Κάθε βραχύχρονη συλλαβή, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία. π.χ. τόπος, καλά.
  5. «μακρόν προ μακρού οξύνεται» Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει οξεία εμπρός από μακρόχρονη λήγουσα. π.χ. κήπων, φεύγω.
  6. «μακρόν προ βραχέως περισπάται» Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη εμπρός από βραχύχρονη λήγουσα. π.χ. κῆπος, φεῦγε.
  7. Η θέσει μακρόχρονη συλλαβή ως προς τον τονισμό λογαριάζεται βραχύχρονη. π.χ. αὖλαξ, τάξις.
  8. Στα πτωτικά, όπου τονίζεται η ονομαστική του ενικού, εκεί τονίζονται και οι άλλες πτώσεις του ενικού και του πληθυντικού, εκτός αν εμποδίζει η λήγουσα. π.χ. λέων, λέοντος, λέοντι…, λεόντων.
  9. Η ασυναίρετη ονομαστική, αιτιατική και κλητική όλων γενικά των πτωτικών, όταν τονίζεται στη λήγουσα, παίρνει κανονικά οξεία]. π.χ. ὁ ποιητής, ὦ τιμαί.
  10. Η ασυναίρετη γενική και δοτική των πτωτικών, όταν τονίζεται στη λήγουσα, παίρνει κανονικά περισπωμένη. π.χ. τοῦ ποιητοῦ, ταῖς τιμαῖς.
  11. Η λήγουσα που προέρχεται από συναίρεση, όταν τονίζεται, κανονικά παίρνει περισπωμένη. π.χ. (τιμάω) τιμῶ, (ἱερέες) ἱερεῖς. Παίρνει όμως οξεία, αν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η δεύτερη από τις συλλαβές που συναιρούνται. π.χ. (ἐσταὼς) ἐστώς, (κληὶς) κλῄς-κλείς.
  12. Στις σύνθετες λέξεις ο τόνος κανονικά ανεβαίνει ως την τελευταία συλλαβή του πρώτου συνθετικού, αν επιτρέπει η λήγουσα. π.χ. (σοφός) πάνσοφος, (φρήν) μεγαλόφρων, μεγαλόφρον, (ἐλθέ') ἄπελθε.
  13. Οι δίφθογγοι γενικά είναι μακρόχρονες. π.χ. 'παιδεύει, ἀνθρώπου. Μόνο οι δίφθογγοι αι και οι λογαριάζονται βραχύχρονες, όταν βρίσκονται στο εντελώς τέλος ασυναίρετης κλιτής λέξης. → δείτε  #Δίφθογγοι

Δείτε επίσης

Πρόκλιση

[επεξεργασία]

Πρόκλιση: 10 προκλιτικές λέξεις είναι άτονες. Προφέρονται στενά με την επόμενη λέξη. Είναι μονοσύλλαβες.

Έγκλιση

[επεξεργασία]
  • Δείτε Appendix:Ancient Greek enclitics στο αγγλικό Βικιλεξικό
  • σελ.12 - Τζάρτζανος, Αχιλλεύς, Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. ΟΕΔΒ 1975, 23η έκδοση @library.iep.edu.gr (ΙΕΠ). 1η έκδοση:1931, ΟΕΣΒ. [γραφή:πολυτονική].
    § 20. ᾽Εγκλιτικαὶ λέξεις τῆς ἀρχαίας γλώσσης συνήθεις εἶναι :
    1) οἱ τύποι τῶν προσωπικῶν ἀντωνυμιῶν μοῦ, μοί, μὲ - σοῦ, σοί, σὲ - οὗ, οἵ, ˙
    2) οἱ τύποι τῆς ἀορίστου ἀντωνυμίας τίς, τί, πλὴν τοῦ τύπου αὐτῆς ἄττα (= τινά
    3) οἱ τύποι τῆς ὁριστικῆς τοῦ ἐνεστῶτος τῶν ῥημάτων εἰμὶ (= εἶμαι) καὶ φημὶ (= λέγω), πλὴν τῶν τύπων αὐτῶν εἵ καὶ φῄς·
    4) τὰ ἐπιρρήματα πού, ποί, ποθὲν - πώς, πὴπῄ ποτέ˙
    5) τὰ μόρια γέ, τέ, τοί, πέρ, πώ, νύν·
    6) τὸ πρόσφυμα δὲ (ἄσχετον πρὸς τὸν σύνδεσμον δέ) : τοιός-δε, Μεγαρά-δε (= εἰς τὰ Μέγαρα).
    § 21. Τῶν ἐγκλιτικῶν ὁ τόνος :
    • 1) μεταβιβάζεται εἰς τὴν λήγουσαν τῆς προηγουμένης λέξεως (ὡς ὀξεῖα), ὅταν ἡ προηγουμένη λέξις εἶναι προπαροξύτονος ( ἄνθρωπός τις, κήρυκές τινες ) ἢ προπερισπωμένη ( σφαῖρά τις, στρατιῶταί τινες ) ἢ ἄτονος ἢ ἐγκλιτικὴ (εἴ τίς φησί μοι ταῦτα )˙
    • 2) ἀποβάλλεται πάντων μὲν τῶν ἐγκλιτικῶν, ὅταν ἡ προηγουμένη λέξις εἶναι ὀξύτονος ἢ περισπωμένη ( θεός τις, θεοί τινες - ὁρῶ σε, καλῶ τινα ), μόνον δὲ τῶν μονοσυλλάβων ἐγκλιτικῶν, ὅταν ἡ προηγουμένη λέξις εἶναι παροξύτονος ( γέρων τις, λέγει τι )·
    • 3) διατηρεῖται, ὅταν ἡ προηγουμένη λέξις εἶναι παροξύτονος καὶ τὸ ἐγκλιτικὸν δισύλλαβον (φίλοι τινές, ὀλίγοι εἰσίν ), ἢ ὅταν ἡ προηγουμένη λέξις ἔχῃ πάθει ἔκθλιψιν ( πολλοὶ δ’ εἰσὶν ἀγαθοί ), ἢ ὅταν προηγῆται τοῦ ἐγκλιτικοῦ στίξις ( ῞Ομηρος, φασί, τυφλὸς ἦν ).
    • Σημείωσις . Μερικὰ ἐγκλιτικὰ μὲ ὡρισμένας πρὸ αὐτῶν λέξεις ἑνώνονται καὶ γράφονται μαζὶ μέ αὐτὰς ὡς μία λέξις : ὅδε, ἥδε, τόδε, ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ - τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε - οὔτε, ὥσπερ, ὥστε κλπ. Αἱ λέξεις, αἱ προερχόμεναι ἐκ τοιαύτης ἑνώσεως, διατηροῦν τὸν ἀρχικόν των τονισμόν : ἥδε, ἥπερ, τοιάδε, οὔτε, ὥσπερ κλπ.

Πνεύματα

[επεξεργασία]

Φθογγικά πάθη

[επεξεργασία]

ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ Ο #Σταματάκος, στην Ιστορική Γραμματική του δίνει αριθμημένους 76 Φ.Ν. φωνητικούς νόμους (§18: «φωνητικός, ή φθογγικός νόμος»). Μπορεί στο μέλλον να κωδικοποιηθούν κι εδώ, στο Παράρτημα:Φωνητικοί νόμοι (αρχαία ελληνικά) ώστε να είναι λειτουργικοί σύνδεσμοι αναφοράς στο κάθε φαινόμενο. ‑‑Sarri.greek  | 17:33, 14 Αυγούστου 2022 (UTC)

Πάθη φωνηέντων

[επεξεργασία]
Συναίρεση
[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Συναίρεση

  • ※  σελ.15 - Τζάρτζανος, Αχιλλεύς, Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. ΟΕΔΒ 1975, 23η έκδοση @library.iep.edu.gr (ΙΕΠ). 1η έκδοση:1931, ΟΕΣΒ. [γραφή:πολυτονική].
    §24. Συναίρεσις λέγεται ἡ συγχώνευσις ἐντὸς μιᾶς λέξεως δύο ἐπαλλήλων φωνηέντων ἢ φωνήεντος καὶ διφθόγγου εἱς ἕν μακρὸν φωνῆεν ἢ δίφθογγον : (Ἀθηνάα) Ἀθηνᾶ, (νόος) νοῦς , (ἀγαπάει) ἀγαπᾷ.
    §25. ῾Η συλλαβή, ἡ ὁποία προέρχεται ἐκ συναιρέσεως, κανονικῶς τονίζεται, ἐὰν πρὸ τῆς συναιρέσεως ἐτονίζετο ἡ μία ἐκ τῶν δύο συλλαβῶν, αἱ ὁποῖαι συνηρέθησαν : τιμῶμεν (τιμάομεν)· ἀλλὰ : ἔθνη (ἔθνεα), γέλα (γέλαε)· (βλ. καὶ §16,9).
    §16, 9. ῾Η ἐκ συναιρέσεως προερχομένη λήγουσα μιᾶς λέξεως, ὅταν τονίζεται, περισπᾶται : (τιμάω) τιμῶ , (ἠχόος) ἠχοῦς , ἐκτὸς ἐὰν πρὸ τῆς συναιρέσεως ἡ δευτέρα ἐκ τῶν συναιρουμένων συλλαβῶν ὠξύνετο : (ἑσταὼς) ἑστώς , (κληὶς - κλῂς) κλείς.
  • συνηρημένα ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα

Κανόνες συναιρέσεως:

Παραδείγματα:

Πάθη συμφώνων

[επεξεργασία]
Ανάπτυξη συμφώνων
[επεξεργασία]

Ανάπτυξη ή πρόσληψη συμφώνων

Ευφωνικά πριν από φωνήεν ή δίφθογγο

Αποβολές συμφώνων
[επεξεργασία]

Άρθρο είναι η μονοσύλλαβη κλιτή λέξη που κανονικά χρησιμοποιείται εμπρός από τα ονόματα, όταν μνημονεύονται στο λόγο ως γνωστά και ορισμένα.

πατήρ, μήτηρ, τό τέκνον

Το άρθρο δεν έχει κλητική πτώση. Συνήθως όμως μπροστά από την κλητική των ονομάτων χρησιμοποιείται το κλητικό επιφώνημα .

Η αρχαία ελληνική είχε μόνο το οριστικό άρθρο. Για πρόσωπα ή πράγματα αόριστα δεν υπήρχε αόριστο άρθρο. Απλώς χρησιμοποιούνταν τα ονόματα χωρίς άρθρο:

※  ἐσβολὴ ἐξ ὀρέων στεινῶν ἐς πεδίον μέγα (Ηρόδοτος, Ἱστορίαι, Β.Ευτέρπη 2.75.2.)
είναι ένα πέρασμα από ορεινές κλεισούρες σε μια μεγάλη πεδιάδα (Μετάφραση:Λ. Ζενάκος @greek‑language.gr)
η κλίση του άρθρου
Όταν ακολουθεί όνομα, η οξεία γίνεται βαρεία. • Σημειώνεται η προσωδία του α εκεί που είναι μακρό.
ενικός πληθυντικός δυϊκός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο όλα τα γένη θηλυκό (σπάνια)
ονομαστική τό οἱ αἱ τά τώ (ᾱ) τά
γενική τοῦ τῆς τοῦ τῶν τοῖν ταῖν
δοτική τῷ τῇ τῷ τοῖς ταῖς τοῖς τοῖν ταῖν
αιτιατική τόν τήν τό τούς τάς (ᾱ) τά τώ (ᾱ) τά
Παράρτημα:Γραμματική: το άρθρο
δωρική κλίση
οι διαφορετικοί τύποι, με έντονα γράμματα
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό & ουδέτερο θηλυκό
ονομαστική τό τοί ταί τά τώ (ᾱ) τά
γενική τῶ τᾶς τῶ τῶν τᾶν τῶν τοῖν ταῖν
δοτική τῷ τᾷ τῷ τοῖς ταῖς τοῖς τοῖν ταῖν
αιτιατική τόν τάν τό τώς τάς τά τώ (ᾱ) τά
Κατηγορία:Δωρική διάλεκτος
επική κλίση
οι διαφορετικοί τύποι, με έντονα γράμματα
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό & ουδέτερο θηλυκό
ονομαστική τό οἱ / τοί αἱ / ταί τά τώ τώ / (ᾱ) τά
γενική τοῦ / τοῖο τῆς τοῦ / τοῖο τῶν τῶν / τάων τῶν τοῖιν τοῖιν
δοτική τῷ τῇ τῷ τοῖς / τοῖσι(ν) τῇς / τῇσι(ν) τοῖς / τοῖσι(ν) τοῖιν τοῖιν
αιτιατική τόν τήν τό τούς τάς τά τώ τώ / (ᾱ) τά
Κατηγορία:Επικοί τύποι

Ουσιαστικά

[επεξεργασία]

Για τις τρεις κλίσεις των «ονομάτων» (ουσιαστικά και επίθετα) διαβάζουμε στη {{R:gkm:Grammar Cambridge}}, κεφάλαιο 2. Nouns. [παραθέτουμε χωρίς τις βιβλιογραφικές παραπομπές]

※  The well-known three declensions of school grammars of Ancient Greek, modelled on the five-declension system of Latin, were developed in 1635 by Jakob Weller. The three-declension classification was a simplification compared with the ten inflections of Chrysoloras that preceded it, which in its turn was a major simplification of the 56 paradigms, or kanones, of Theodosios of Alexandria (2nd half of the 4th c.?) and his commentator Choiroboskos (9th c.).
Οι πολύ γνωστές τρεις κλίσεις των σχολικών Γραμματικών Αρχαίων ελληνικών, συνταγμένες κατά το σύστημα των πέντε κλίσεων των λατινικών, δημιουργήθηκαν το 1635 από τον Jakob Weller (Γιάκομπ Βέλερ). Η τυποποίηση σε τρεις κλίσεις ήταν μια απλοποίηση αν τη συγκρίνουμε με τις 10 κλίσεις του Χρυσολωρά που είχαν προηγηθεί, που με τη σειρά τους ήταν μια μεγάλη απλοποίσηση των 56 κλιτικών παραδειγμάτων (ή των λεγόμενων Κανόνων) του Θεοδόσιου της Αλεξάνδρειας [του γραμματικού] (2ο μέρος του 4ου αιώνα?) και του σχολιαστή του, ⌘Χοιροβοσκού (τον 9ο αιώνα).

Επίθετα

[επεξεργασία]

Αριθμητικά

[επεξεργασία]

Μετοχές

[επεξεργασία]

Αντωνυμίες

[επεξεργασία]

Επιρρήματα

[επεξεργασία]

Παραθετικά επιρρημάτων

[επεξεργασία]

Προθέσεις

[επεξεργασία]

Σύνδεσμοι

[επεξεργασία]

Επιφωνήματα

[επεξεργασία]

Παραγωγή – Σύνθεση

[επεξεργασία]

Παραγωγή

[επεξεργασία]

Κατηγορία:Μορφολογία (αρχαία ελληνικά)

Σύνθεση

[επεξεργασία]

Συνθετική έκταση

[επεξεργασία]

Η συνθετική έκταση ή έκταση εν συνθέσει (αγγλικά: compositional lengthening, γερμανικά: kompositionelle Dehnung) αποτελεί φωνητικό νόμο τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ο οποίος ερμηνεύει τη μακρά ποσότητα του αρκτικού φωνήεντος του β΄ συνθετικού σε περιπτώσεις όπως τα αρχαία στρατ-ηγός, ἐπ-ήκοος, ὑπ-ηρέτης, εὐ-ώνυμος κτλ. Η διαδικασία είναι επίσης γνωστή ως «νόμος τού Wackernagel», επειδή αναλύθηκε πρώτη φορά από τον Ελβετό ελληνιστή και γλωσσολόγο Jacob Wackernagel (1853‑1938) το 1889.
Σύμφωνα με τη βασική διατύπωση του νόμου, όταν κατά τη σύνθεση το πρώτο συστατικό λήγει σε φωνήεν και το δεύτερο αρχίζει επίσης από φωνήεν, κατά κανόνα το πρώτο φωνήεν εκθλίβεται (σιγάται), ενώ το δεύτερο (δηλ. το αρκτικό φωνήεν τού β΄ συνθετικού) τρέπεται στο αντίστοιχο μακρό. Κατά συνέπεια:

στρατ-ηγός < στρατο- + -αγός < ἄγω
ὁμ-ώνυμος < ὁμο- + -όνυμος < ὄνυμα, άλλος τύπος τού ουσ. ὄνομα
ὑπ-ηρέτης < ὑπο- + ἐρέτης «κωπηλάτης»
ὑπ-ήνεμος < ὑπο- + ἄνεμος

Από τον νόμο τής αποβολής τού ληκτικού φωνήεντος εξαιρούνται μερικές φορές τα ληκτικά -ι- και -υ- (π.χ. πολυ-ώνυμος, τρι-ώβολον, αλλά ἐπ-ώνυμος, ἐπ-ώδυνος), ενώ δεν συμβαίνει έκταση του αρκτικού φωνήεντος του β΄ συνθετικού, όταν το α΄ συνθετικό λήγει σε σύμφωνο. Αυτό ερμηνεύει την απουσία εκτάσεως σε περιπτώσεις όπως π.χ. τα αρχαία σύν-ορον, εἴσ-οδος. Παρόλα αυτά τον παραπάνω κανόνα δεν ακολουθεί η λέξη ανώδυνος, όπου συμβαίνει έκταση του αρκτικού φωνήεντος.(αν- οδύνη)

Ειδικότερα:

Επίσης, αρχαίες Γραμματικές, όπως