Παράρτημα:Κλίση των ρημάτων:καρφώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καρφώνω | κάρφωνα | θα καρφώνω | να καρφώνω | καρφώνοντας | |
β' ενικ. | καρφώνεις | κάρφωνες | θα καρφώνεις | να καρφώνεις | κάρφωνε | |
γ' ενικ. | καρφώνει | κάρφωνε | θα καρφώνει | να καρφώνει | ||
α' πληθ. | καρφώνουμε | καρφώναμε | θα καρφώνουμε | να καρφώνουμε | ||
β' πληθ. | καρφώνετε | καρφώνατε | θα καρφώνετε | να καρφώνετε | καρφώνετε | |
γ' πληθ. | καρφώνουν(ε) | κάρφωναν καρφώναν(ε) |
θα καρφώνουν(ε) | να καρφώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κάρφωσα | θα καρφώσω | να καρφώσω | καρφώσει | ||
β' ενικ. | κάρφωσες | θα καρφώσεις | να καρφώσεις | κάρφωσε | ||
γ' ενικ. | κάρφωσε | θα καρφώσει | να καρφώσει | |||
α' πληθ. | καρφώσαμε | θα καρφώσουμε | να καρφώσουμε | |||
β' πληθ. | καρφώσατε | θα καρφώσετε | να καρφώσετε | καρφώστε | ||
γ' πληθ. | κάρφωσαν καρφώσαν(ε) |
θα καρφώσουν(ε) | να καρφώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καρφώσει | είχα καρφώσει | θα έχω καρφώσει | να έχω καρφώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καρφώσει | είχες καρφώσει | θα έχεις καρφώσει | να έχεις καρφώσει | έχε καρφωμένο | |
γ' ενικ. | έχει καρφώσει | είχε καρφώσει | θα έχει καρφώσει | να έχει καρφώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καρφώσει | είχαμε καρφώσει | θα έχουμε καρφώσει | να έχουμε καρφώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καρφώσει | είχατε καρφώσει | θα έχετε καρφώσει | να έχετε καρφώσει | έχετε καρφωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν καρφώσει | είχαν καρφώσει | θα έχουν καρφώσει | να έχουν καρφώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καρφωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καρφωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καρφωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καρφωμένο |