Παρασκευή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Παρασκευή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Παρασκευή < αρχαία ελληνική παρασκευή
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Παρασκευή θηλυκό
- η έκτη ημέρα της εβδομάδας· προηγείται η Πέμπτη και ακολουθεί το Σάββατο
- γυναικείο όνομα
- (σπάνιο) γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Παρασκευής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Παρασκευή (ημέρα)
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μέρες της εβδομάδας (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)