Παρασκευή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παρασκευή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή παρασκευή (ἡμέρα παρασκευῆς, προετοιμασίας πριν το Πάσχα)) < αρχαία ελληνική παρασκευή (προετοιμασία)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾa.sceˈvi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐ρα‐σκευ‐ή
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Παρασκευή θηλυκό
- η έκτη ημέρα της εβδομάδας· προηγείται η Πέμπτη και ακολουθεί το Σάββατο
- γυναικείο όνομα
- (σπάνιο) γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Παρασκευής
Συγγενικά
[επεξεργασία]
για την ημέρα |
για το όνομα
|
→ και δείτε τις λέξεις παρασκευή και παρασκευάζω
Μεταγραφές
[επεξεργασία]για το όνομα, το επώνυμο
- λατινικοί χαρακτήρες: : Paraskevi
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Παρασκευή (ημέρα)
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Παρασκευή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Παρασκευή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Μέρες της εβδομάδας (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)