Παριζιάνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παριζιάνος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παριζιάνος οι Παριζιάνοι
      γενική του Παριζιάνου των Παριζιάνων
    αιτιατική τον Παριζιάνο τους Παριζιάνους
     κλητική Παριζιάνε Παριζιάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Παριζιάνος < γαλλική parisien (προφορά /pa.ʁi.zjɛ̃/, θέμα Παριζ- + -ιάνος. Δείτε και το θηλυκό parisienne, Παριζιάνα [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɾiˈzi̯a.nos/ & /pa.ɾiˈzʝa.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρι‐ζιά‐νος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Παριζιάνος αρσενικό (θηλυκό Παριζιάνα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]