Πατραϊκός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πατραϊκός αρσενικό
- (κόλπος) ο Πατραϊκός Κόλπος: η δυτική κόλπωση μεταξύ Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Πατραϊκός
|