Πατριαρχέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πατριαρχέας < πατριάρχ(ης) + -έας
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πατριαρχέας αρσενικό (θηλυκό Πατριαρχέα)
- ανδρικό επώνυμο
- ※ Το σόι, όμως, [των Παλαιολόγων του Μυστρά] εξακολουθεί να αναπτύσσεται ρωμαλέα σε πέντε οικογενειακούς κλάδους —Μπουκουβαλέας, Τρουπάκης, Πετρέας, Πατριαρχέας και Δημητρέας— της ίδιας ουσιαστικά οικογένειας
- Πάτρικ Λη Φέρμορ, Μάνη, μετάφραση από τα αγγλικά: Τζαννής Τζαννετάκης (Αθήνα: Κέδρος, 2007 [α΄ έκδ. 1972], ISBN 978-960-04-0864-5), σ. 64.
- ※ Το σόι, όμως, [των Παλαιολόγων του Μυστρά] εξακολουθεί να αναπτύσσεται ρωμαλέα σε πέντε οικογενειακούς κλάδους —Μπουκουβαλέας, Τρουπάκης, Πετρέας, Πατριαρχέας και Δημητρέας— της ίδιας ουσιαστικά οικογένειας