Πατριαρχέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πατριαρχέας οι Πατριαρχέηδες
      γενική του Πατριαρχέα των Πατριαρχέηδων
    αιτιατική τον Πατριαρχέα τους Πατριαρχέηδες
     κλητική Πατριαρχέα Πατριαρχέηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δουρίδας (κλίση: Αντρέας)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πατριαρχέας < πατριάρχ(ης) + -έας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πατριαρχέας αρσενικό (θηλυκό Πατριαρχέα)

Μεταγραφές[επεξεργασία]