Πατρικίων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Πατρικίων
- (αρσενικό) γενική πληθυντικού του Πατρίκιος
- (θηλυκό) γενική πληθυντικού του Πατρικία
Δείτε επίσης : πατρικίων |
Πατρικίων