Πατροκλέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πατροκλέας < Πάτροκλος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πατροκλέας αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πατροκλέας
|
Πατροκλέας αρσενικό
|