Πατροπασχίτες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πατροπασχίτες < πατρο- + πάσχω + -ίτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Πατροπασχίτες αρσενικό

  • ονομασία Χριστιανικής αίρεσης (και των μελών της) που εμφανίστηκε τον 3ο αιώνα (μ.Χ.), οι οποίοι αδυνατώντας να κατανοήσουν το τρισυπόστατο και αδιαίρετο της Αγίας Τριάδος, και ειδικότερα τον Πατέρα από το Υιόν, υποστήριζαν ότι κατά την ενανθρώπιση και στα Άγια Πάθη του Ιησού Χριστού έπαθε ο ίδιος ο Πατήρ.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]