Πελασγιῶτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πελασγιῶτις < Πελασγιώτ(ης) (αρσενικό) + κατάληξη θηλυκού -ις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Πελασγιῶτις θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Πελασγιώτης
- (τοπωνύμιο) μία (η κεντρική) από τις τετραρχίες της πεδικής Θεσσαλίας κατά τη κατάτμηση της περιοχής από τον Φίλιππο Β΄ για να ελέγχει πιο εύκολα τη χώρα -στην Πελασγιώτιδα βρίσκονταν η Λάρισα, οι Φερές, οι Παγασές κ.ά.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- Πελάσγιος
- Πελασγία
- Πελασγικός
- Πελασγιώτης, -ῶται (ο κάτοικος της περιοχής)
→ και δείτε τη λέξη Πελασγός
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνυμίες της Ελλάδας (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνυμίες (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)