Πεντελικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Πεντελικό | τα | Πεντελικά |
γενική | του | Πεντελικού | των | Πεντελικών |
αιτιατική | το | Πεντελικό | τα | Πεντελικά |
κλητική | Πεντελικό | Πεντελικά | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πεντελικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεντελικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pen.de.liˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐ντε‐λι‐κό
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πεντελικό ουδέτερο
- βουνό της Αττικής
- ※ Υπολογίζεται ότι το Πεντελικό Όρος έχει έκταση πάνω από 200.000 στρέμματα από τα οποία τα περισσότερα είναι δασικά, δηλαδή μη οικοδομήσιμα, ακόμα και αν ανήκουν σε ιδιώτη. (Τάνια Γεωργιοπούλου, 28 «μνηστήρες» για την Πεντέλη, Η Καθημερινή, 19 Αυγούστου 2007)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πεντελικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Βουνά της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Βουνά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)