Περσέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Περσέας < αρχαία ελληνικήΠερσεύς < ίσως από το πέρθω (εκπορθώ, λεηλατώ)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Περσέας αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) ήρωας της μυθολογίας, που απέσπασε το κεφάλι της Μέδουσας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]