Πετραλωνίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πετραλωνίτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πετραλωνίτης οι Πετραλωνίτες
      γενική του Πετραλωνίτη των Πετραλωνιτών
    αιτιατική τον Πετραλωνίτη τους Πετραλωνίτες
     κλητική Πετραλωνίτη Πετραλωνίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πετραλωνίτης < Πετράλων(α) + -ίτης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.tɾa.loˈni.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πε‐τρα‐λω‐νί‐της

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πετραλωνίτης αρσενικό (θηλυκό Πετραλωνίτισσα)

  • (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος των Πετραλώνων
    ※  Καὶ στὸ γλέντι αὐτὸ πρῶτος καὶ καλλίτερος πάντα ἤτανε ἕνας διάσημος τύπος τῆς Παληᾶς Ἀθήνας, ὁ Πετραλωνίτης ὁ Θεοδοσίου, ὁ πολύμορφος σ’ ἐπαγγέλματα καὶ διαβολεμένος! (Κώστας Δημητριάδης, Στην Αθήνα την παλιά, (Εστία: Αθήνα, 1965), σελ. 72)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]