Πεύκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πεύκη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πεύκη οι Πεύκες
      γενική της Πεύκης
    αιτιατική την Πεύκη τις Πεύκες
     κλητική Πεύκη Πεύκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πεύκη < πεύκη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpef.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πεύ‐κη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πεύκη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  3. προάστιο της Αθήνας
     συνώνυμα: Μαγκουφάνα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]