Πικέρμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Πικέρμι τα Πικέρμια
      γενική του Πικερμίου των Πικερμίων
    αιτιατική το Πικέρμι τα Πικέρμια
     κλητική Πικέρμι Πικέρμια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πικέρμι < το επώνυμο του πρώτου οικιστή Πικέρμ(ης) + [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /piˈceɾ.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πι‐κέρ‐μι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πικέρμι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Δημήτριος Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηναίων, τομ. Γ΄, Αθήνα, σελ. 132)