Πλήθων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | Πλήθων και Πλήθωνας |
γενική | Πλήθωνος και Πλήθωνα |
αιτιατική | Πλήθωνα |
κλητική | Πλήθων και Πλήθωνα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πλήθων < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Πλήθων < μετονομασία του Γεμιστός σε αρχαϊκότερη μορφή[1] (αρχαία ελληνική πλήθω: γεμίζω, γίνομαι πλήρης), με ηχητική συγγένεια με το Πλάτων
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πλήθων αρσενικό
- (φιλοσοφία) όνομα που έλαβε ο Βυζαντινός φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός (μέσα 14ου - μέσα 15ου αι.), ο οποίος συνέβαλε στη διάδοση της σκέψης του Πλάτωνα στη Δυτική Ευρώπη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πλήθων
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 10 (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1930), σ. 729, λήμμα «Πλήθων»: «Γεώργιος Γεμιστός, μετονομασθείς είτα επί το αρχαϊκότερον Π[λήθων]».