Πλαταιές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Πλαταιές | ||
γενική | των | Πλαταιών | ||
αιτιατική | τις | Πλαταιές | ||
κλητική | Πλαταιές | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πλαταιές < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πλαταιές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (ιστορία) σημαντική αρχαία πόλη της Βοιωτίας και σύγχρονο χωριό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Πλαταιές στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πλαταιές
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες πόλεις της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)