Πλυντήρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πλυντήρια < πλυντήριος < πλύνω
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πλυντήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (θρησκεία) μυστηριακή αθηναϊκή εορτή που εορταζόταν στις 25 του μήνα Θαργηλιώνα, στη διάρκεια της οποίας γινόταν τελετουργική κάθαρση του ξοάνου ή του πέπλου της θεάς Αθηνάς
- ἐπεὶ δὲ ἑώρα ἑαυτῷ εὔνουν οὖσαν καὶ στρατηγὸν αὑτὸν ᾑρημένον καὶ ἰδίᾳ μεταπεμπομένους τοὺς ἐπιτηδείους, κατέπλευσεν εἰς τὸν Πειραιᾶ ἡμέρᾳ ᾗ Πλυντήρια ἦγεν ἡ πόλις, τοῦ ἕδους κατακεκαλυμμένου τῆς Ἀθηνᾶς, ὅ τινες οἰωνίζοντο ἀνεπιτήδειον εἶναι καὶ αὐτῷ καὶ τῇ πόλει. (Ξενοφών, Ελληνικά, 1, 4, 12)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' χωρίς ενικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης χωρίς ενικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα χωρίς ενικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα χωρίς ενικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Θρησκεία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)