Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πολύβιος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: πολύβιος

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πολύβιος οι Πολύβιοι
      γενική του Πολύβιου των Πολύβιων
    αιτιατική τον Πολύβιο τους Πολύβιους
     κλητική Πολύβιε Πολύβιοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Πολύβιος < ελληνιστική κοινή Πολύβιος < πολύβιος < αρχαία ελληνική πολύς + βίος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Πολύβιος αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πολύβιος οἱ Πολύβιοι
      γενική τοῦ Πολυβίου τῶν Πολυβίων
      δοτική τῷ Πολυβί τοῖς Πολυβίοις
    αιτιατική τὸν Πολύβιον τοὺς Πολυβίους
     κλητική ! Πολύβιε Πολύβιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πολυβίω
γεν-δοτ τοῖν  Πολυβίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Πολύβιος < πολύβιος < αρχαία ελληνική πολύ- + βίος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Πολύβιος αρσενικό