Πολύκαρπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πολύκαρπος | οι | Πολύκαρποι |
γενική | του | Πολύκαρπου & Πολυκάρπου |
των | Πολύκαρπων & Πολυκάρπων |
αιτιατική | τον | Πολύκαρπο | τους | Πολύκαρπους & Πολυκάρπους |
κλητική | Πολύκαρπε | Πολύκαρποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πολύκαρπος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Πολύκαρπος < αρχαία ελληνική πολύς + καρπός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πολύκαρπος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)