Πορτογάλοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Πορτογάλοι | ||
γενική | των | Πορτογάλων | ||
αιτιατική | τους | Πορτογάλους | ||
κλητική | Πορτογάλοι | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πορτογάλοι αρσενικό, πληθυντικός
- (εθνωνύμιο) των Πορτογάλων
- ※ Ακούσατε, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι (το τελάλημα του Χατζηαβάτη)
- Δείτε και Ιάκωβος Καμπανέλλης, Το Μεγάλο μας Τσίρκο, @greek‑language.gr
- ※ Ακούσατε, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι (το τελάλημα του Χατζηαβάτη)
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Πορτογάλοι αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του Πορτογάλος
Κατηγορίες:
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Εθνωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)