Πορτογαλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πορτογαλία | οι | Πορτογαλίες |
γενική | της | Πορτογαλίας | των | Πορτογαλιών |
αιτιατική | την | Πορτογαλία | τις | Πορτογαλίες |
κλητική | Πορτογαλία | Πορτογαλίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πορτογαλία < πορτογαλική Portugal < λατινική Portus Cale[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /poɾ.to.ɣaˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πορ‐το‐γα‐λί‐α
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πορτογαλία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ιβηρική Χερόνησο με πρωτεύουσα τη Λισαβόνα, επίσημη γλώσσα την πορτογαλική και νόμισμα το ευρώ (παλιότερα, το εσκούδο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πορτογαλέζικα
- πορτογαλέζικος
- Πορτογαλέζος / Πορτογαλέζα
- Πορτογάλος / Πορτογαλίδα
- πορτογαλικά
- πορτογαλικός
- πορτοκάλι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Πορτογαλία
- ↑ ονομάσθηκε έτσι τον 11ο μ.Χ. αιώνα από το λατινικό όνομα της πόλης Πόρτο: Portus Cale: λιμάνι του Cale, τοπωνύμιο με αβέβαιη ετυμολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (νέα ελληνικά)
- Χώρες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)