Ποσειδώνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ποσειδώνι < Ποσειδών(ας) +

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ποσειδώνι αρσενικό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]