Πουλχερίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πουλχερίτσα οι Πουλχερίτσες
      γενική της Πουλχερίτσας
    αιτιατική την Πουλχερίτσα τις Πουλχερίτσες
     κλητική Πουλχερίτσα Πουλχερίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πουλχερίτσα < Πουλχερ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pul.çeˈɾi.t͡sa/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πουλχερίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πουλχερί